- σακάτικος
- -η, -ο1. σακατεμένος, ανάπηρος: Το χέρι του είναι σακάτικο.2. όχι στερεός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σακάτικος — η, ο, Ν [σακάτης] 1. σακατεμένος, ανάπηρος 2. συνεκδ. σαθρός, σάπιος … Dictionary of Greek